λαφυραγωγώ — λαφυραγωγώ, λαφυραγώγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαφυραγωγώ — (AM λαφυραγωγῶ, έω) [λαφυραγωγός] 1. αποκομίζω κάτι ως πολεμική λεία, αρπάζω πολεμικά λάφυρα («τὰ δ ἐλαφυραγώγησαν Ῥωμαῑοι κρατήσαντες βιαίως», Στράβ.) 2. ληστεύω, διαγουμίζω, λεηλατώ («λαφυραγωγήσας τὴν πόλιν», Απολλόδ.) … Dictionary of Greek
λαφυραγωγώ — λαφυραγώγησα, λαφυραγωγήθηκα, λαφυραγωγημένος, λεηλατώ, αρπάζω: Λαφυραγώγησαν την πόλη και στη συνέχεια την έκαψαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαφυραγωγῷ — λαφυραγωγός carrying off booty masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρασκυλεύω — Α λαμβάνω λεία, λαφυραγωγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκυλεύω «λαφυραγωγώ» (πρβλ. κατα σκυλεύω)] … Dictionary of Greek
συλώ — συλῶ, άω, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. σουλώ Α λαφυραγωγώ, διαρπάζω, ιδίως ναούς κ.ά. ιερούς χώρους λεηλατώ (α. «σύλησαν τους ναούς και τα μοναστήρια» β.»ἄλλας ἐκκλησίας ἐσύλησε...», ΚΔ γ. «τὰ ἱερὰ συλήσαντες ἐνέπρησαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. παίρνω τα όπλα και… … Dictionary of Greek
άσυλος — ἄσυλος, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) απαραβίαστος, ασφαλής 2. (για τόπους) ιερός και απαραβίαστος, σεβαστός 3. το ουδ. ως ουσ. βλ. άσυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συλώ ( άω) «λαφυραγωγώ, αφαιρώ, αρπάζω», ίσως κατά το πρότυπο του άτιμος, τιμώ] … Dictionary of Greek
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
αλαφυραγώγητος — η, ο [λαφυραγωγώ] αυτός που δεν λαφυραγωγήθηκε, δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος … Dictionary of Greek
αμπελουργώ — ἀμπελουργῶ ( έω) (Α) [ἀμπελουργός] 1. είμαι αμπελουργός, καλλιεργώ αμπέλια 2. λυμαίνομαι, λεηλατώ, λαφυραγωγώ … Dictionary of Greek